ξυλογαϊδάρα

ξυλογαϊδάρα
η
1) спорт, козёл; 2) перен. нескладная дылда (о женщине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυλογαϊδάρα" в других словарях:

  • ξυλογαϊδάρα — η 1. ξύλινο γυμναστικό όργανο, ίππος 2. (υβριστικά) ψηλή, αδύνατη και άχαρη γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»